Ταγκανίκα

Ταγκανίκα
Λίμνη της κεντρικής Αφρικής, μεταξύ της Δημοκρατίας του Ζαΐρ στα Δ και της Τανζανίας στα Α· επίσης, βρέχονται από τη λίμνη το Μπουρούντι (στο βόρειο άκρο) και η Ζάμπια (στο νότιο). Η Τ. ανακαλύφθηκε το 1588 από τους Σπικ και Μπάρτον και η εξερεύνησή της (1871) συνδέεται με τα ονόματα του Στάνλεϊ και του Λίβινγκστον. Η λίμνη είναι τεκτονικής προέλευσης και καταλαμβάνει μία τάφρο διευθυνόμενη από ΒΒΔ προς NNA, με μήκος περισσότερο από 700 χλμ. και πλάτος που ποικίλλει από 40 έως 80 χλμ. · η έκτασή της είναι 32.893 τ. χλμ. και η μέση στάθμη της 773 μ. Έχει βάθος 1.470 μ. και είναι συνεπώς φανερό ότι βρίσκεται σε ένα κρυπτοβαθύπεδο. Η στάθμη υπόκειται σε αξιοσημείωτες διαφορές, επειδή η επιφανειακή εξάτμιση είναι μερικές φορές ποσοτικά ανώτερη από την εισροή των ποταμών που εκβάλλουν σε αυτήν, οι μεγαλύτεροι από τους οποίους είναι ο Ρουζίζι και ο Μαλαγκαράσι· η αποχέτευση των υδάτων μέσω του Λουκούγκα (παραπόταμου του Κόγκου) γίνεται μόνο κατά τις περιόδους της μεγαλύτερης εισβολής. Οι όχθες είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος ψηλές και πετρώδεις· κυριότερα λιμάνια είναι η Καλίμα (πρώην Αλμπερτβίλ) στη Λαϊκή Δημοκρατία του Ζαΐρ, η Κιγκόμα στην Τανζανία και η Μπουζουμπούρα στο Μπουρούντι. Η οικονομική σημασία της Τ. συνδέεται με τη λειτουργία της ως υδάτινης συγκοινωνιακής αρτηρίας των χωρών που βρέχονται από αυτήν και με τον αλιευτικό πλούτο της. Απόψη της Ταγκανίκα: η αφρικανική αυτή λίμνη καλύπτει μια τεκτονική τάφρο, ο βυθός της οποίας βρίσκεται σε βάθος μεγαλύτερο από 600 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Απόψη της Ταγκανίκα: η αφρικανική αυτή λίμνη καλύπτει μια τεκτονική τάφρο, ο βυθός της οποίας βρίσκεται σε βάθος μεγαλύτερο από 600 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Αργύρης, Κώστας — (Ταγκανίκα 1917 – Αθήνα 1979).Ποιητής και πεζογράφος. Το 1933 κυκλοφόρησε την ποιητική συλλογή Λειτουργίες. Ακολούθησαν βιβλία στίχων και πεζογραφίας, από τα οποία σημαντικότερα είναι τα αφηγήματα Πέρα από το ρόδινο φως, εμπνευσμένα κυρίως από… …   Dictionary of Greek

  • Κάμερον, Βέρνεϊ Λόβετ — (Verney Lovett Cameron, Ρέντπολ, Ντόρσετ 1844 – Λέιτον, Μπάζαρντ 1894). Άγγλος εξερευνητής. Το 1872 η Γεωγραφική Εταιρεία του Λονδίνου τον έστειλε στην Αφρική σε αναζήτηση του Λίβινγκστον, για την τύχη του οποίου δεν υπήρχαν πληροφορίες. Ο Κ.… …   Dictionary of Greek

  • Νταρ ες Σαλάμ — (Dar es Salaam). Πόλη (1.360.850 κάτ. το 1998) και πρωτεύουσα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Τανζανίας, της Ταγκανίκας και της ομώνυμης περιοχής (1.393 τ. χλμ., 1.698.996 κάτ. το 2002). Η πόλη βρίσκεται σ’ έναν βαθύ μυχό του Ινδικού ωκεανού,… …   Dictionary of Greek

  • Στάνλεϋ, σερ Χένρυ Μόρτον — (Stanley). Βρετανός δημοσιογράφος και εξερευνητής (Ντενμπάι 1840 Λονδίνο 1901). Το πραγματικό του όνομα ήταν Τζέιμς Ρόουλαντς, αλλά πήρε το όνομα του θετού πατέρα του, ενός έμπορου της Λουιζιάνας, ο οποίος ανάλαβε το παιδί, που είχε δραπετεύσει… …   Dictionary of Greek

  • εντολή — Σύμβαση, που ρυθμίζει κυρίως ο Αστικός Κώδικας αλλά αναπτύσσεται ιδιότυπα στο εμπορικό δίκαιο (εμπορικός αντιπρόσωπος). Ο χαρακτήρας της είναι προσωπικός και εμπιστευτικός. Ο εντολοδόχος υποχρεώνεται να διεξάγει την υπόθεση που του αναθέτει ο… …   Dictionary of Greek

  • ρήγμα — Διάρρηξη ενός στρώματος του φλοιού της Γης, λιγότερο ή περισσότερο βαθιά, κατά μήκος της οποίας τα αποχωριζόμενα τεμάχια υφίστανται σχεδόν πάντα μετακίνηση, που ποικίλλει από λίγα εκατοστά έως χιλιάδες μέτρα. Τα Ρ., που γενικά έχουν τεκτονική… …   Dictionary of Greek

  • τεκτονική — Κλάδος της γεωλογίας, που μελετά τις παραμορφώσεις των πετρωμάτων του φλοιού της Γης. Ερευνά δηλαδή τα ρήγματα και τις πτυχές (ειδική τ.), τις δυνάμεις του εσωτερικού της Γης και τα φαινόμενα που προκάλεσαν τις διαταράξεις αυτές και οδήγησαν στη… …   Dictionary of Greek

  • εξερευνήσεις, γεωγραφικές — Ταξίδια σε μακρινούς και άγνωστους τόπους, που από τα πανάρχαια χρόνια επιχειρούσε ο άνθρωπος για οικονομικούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς και άλλους λόγους ή ακόμα –ιδιαίτερα κατά τους νεότερους χρόνους– για επιστημονική έρευνα. Το εμπορικό όμως… …   Dictionary of Greek

  • παπαγάλοι — Δενδρόβια, κατά το μεγαλύτερο μέρος, πουλιά (ψιττακοί) της τάξης των ψιττακόμορφων, που ταυτίζεται με την οικογένεια των ψιττακιδών. Έχουν ράμφος ισχυρό και γαμψό, του οποίου οι δύο άνισοι βραχίονες είναι καμπυλωτοί με αντίθετη φορά ο καθένας: ο… …   Dictionary of Greek

  • σουδανικές γλώσσες — Ομάδα αφρικανικών γλωσσών που τις μιλούν πενήντα περίπου εκατομμύρια άνθρωποι. Ο χώρος που καλύπτουν οι γλώσσες αυτές ορίζεται προς τα Β και προς τα Α από τις χαμιτο σημιτικές γλώσσες και προς τα Ν από τις γλώσσες της ομάδας μπαν τού. Σε αντίθεση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”